οστρεοκαλλιέργεια — η η συστηματική εκτροφή, υπό κατάλληλες, συνθήκες ο στρέων για εμπορική εκμετάλλευση, αλλ. οστρεοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + καλλιέργεια] … Dictionary of Greek
οστρεοκομία — η οστρεοκαλλιέργεια, οστρεοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οστρεοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
οστρεοτρόφος — ο, η αυτός που ασχολείται με την οστρεοτροφία, οστρεοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + τρόφος (< τρέφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
Ζέελαντ — (Zeeland). Επαρχία (2.931 τ. χλμ., 378.186 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, με πρωτεύουσα τη Μίντελμπουργκ (46.100 κάτ.). Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας. Στα Δ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα, στην οποία οι ακτές της παρουσιάζουν… … Dictionary of Greek
Οστάνδη — (γαλλ. Ostende, φλαμανδ. Oostende). Πόλη (68 570 κάτ.) του βορειοδυτικού Βελγίου, αξιόλογο αλιευτικό και εμπορικό λιμάνι στη Βόρεια θάλασσα, το δεύτερο της χώρας, και περίφημη λουτρόπολη. Η οικονομία της βασίζεται σε μερικές βιομηχανίες (ειδών… … Dictionary of Greek